LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Beekeeping
/bˈiːkiːpɪŋ/
/ˈbiˌkipɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "beekeeping"
Beekeeping
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the cultivation of bees on a commercial scale for the production of honey
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
beekeeper
beehive state
beehive
beefy
beefsteak tomato
beeline
beelzebub
beep
beeper
beer
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App