Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Beeper
01
βιμπερ, πορτοφόνος
a small electronic device that generates beeping sounds to signal one should call someone
Dialect
American
Παραδείγματα
When I worked in the hospital, the nurses used their beepers to get emergency updates.
Όταν εργαζόμουν στο νοσοκομείο, οι νοσοκόμες χρησιμοποιούσαν τα beeper τους για να λαμβάνουν επείγουσες ενημερώσεις.
My grandfather still has his old beeper from when he worked as a paramedic.
Ο παππούς μου έχει ακόμα το παλιό του beeper από τότε που εργαζόταν ως παράμεδικος.
Λεξικό Δέντρο
beeper
beep



























