Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bedridden
01
κλινοκείμενος, παραλυτικός στο κρεβάτι
having to stay in bed, usually for a long time, due to illness or injury
Παραδείγματα
Sarah 's grandmother became bedridden after breaking her hip, requiring assistance with all daily activities.
Η γιαγιά της Σάρα έγινε κλινοκάπη αφού έσπασε τον γοφό της, χρειάζοντας βοήθεια σε όλες τις καθημερινές δραστηριότητες.
The bedridden patient required regular medical attention to prevent bedsores.
Ο κατάκοιτος ασθενής απαιτούσε τακτική ιατρική φροντίδα για την πρόληψη των εκδερμίδων.



























