Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
showery
01
βροχερός, με σκόρπια νερά
having occasional or brief periods of rain
Παραδείγματα
The forecast predicted showery weather throughout the day, with scattered rain showers.
Η πρόγνωση προέβλεπε βροχερό καιρό καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας, με διάσπαρτες βροχές.
They carried umbrellas in case of showery conditions during their outdoor event.
Κουβαλούσαν ομπρέλες σε περίπτωση βροχερών συνθηκών κατά τη διάρκεια της εκδήλωσής τους σε εξωτερικό χώρο.
Λεξικό Δέντρο
showery
shower



























