Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Shotgun
shotgun
01
‘Shotgun!’ φώναξε και πέταξε τα κλειδιά στην Βερόνικα.
*** used to claim the right to sit in the front passenger seat of a vehicle on a particular journey.
Παραδείγματα
‘ Shotgun! ’ she yelled and tossed the keys to Veronica.
‘Shotgun!’ φώναξε και πέταξε τα κλειδιά στην Βερόνικα.
Λεξικό Δέντρο
shotgun
shot
gun



























