Short-snouted
volume
British pronunciation/ʃˈɔːtsnˈaʊtɪd/
American pronunciation/ʃˈɔːɹtsnˈaʊɾᵻd/

Ορισμός και Σημασία του "short-snouted"

short-snouted
01

having a snout that is shorter than average

word family

short-snouted

short-snouted

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store