Short-handled
volume
British pronunciation/ʃˈɔːthˈandəld/
American pronunciation/ʃˈɔːɹthˈændəld/

Ορισμός και Σημασία του "short-handled"

short-handled
01

having a short handle

word family

short-handled

short-handled

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store