Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Shoplifter
01
κλέφτης καταστημάτων, κλέφτης
a person who secretly takes goods from a store without paying
Παραδείγματα
The shoplifter was caught hiding items in their bag.
Ο κλέπτης καταστημάτων πιάστηκε να κρύβει αντικείμενα στην τσάντα του.
A security guard apprehended the shoplifter at the entrance.
Ένας φύλακας ασφαλείας συνέλαβε τον κλέφτη καταστημάτων στην είσοδο.
Λεξικό Δέντρο
shoplifter
shoplift
shop
lift



























