Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Shop window
01
βιτρίνα, περίπτερο καταστήματος
a window display in a store that showcases products or merchandise
Παραδείγματα
The shop window was filled with colorful holiday decorations.
Το παράθυρο του καταστήματος ήταν γεμάτο με πολύχρωμες διακοσμήσεις αργίας.
She stopped to admire the dress displayed in the shop window.
Σταμάτησε να θαυμάσει το φόρεμα που εμφανιζόταν στο παράθυρο του καταστήματος.



























