Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Shook
01
αποσυναρμολογημένο βαρέλι, αποσυναρμολογημένο βαρέλι
a disassembled barrel; the parts packed for storage or shipment
shook
01
συγκλονισμένος, σοκαρισμένος
surprised, shocked, or emotionally rattled
Παραδείγματα
I was shook when I got promoted ahead of my peers.
Ήμουν συγκλονισμένος όταν προάχθηκα πριν από τους συναδέλφους μου.
She looked shook after hearing the unexpected news about the merger.
Φαινόταν συγκλονισμένη αφού άκουσε τα απρόσμενα νέα για τη συγχώνευση.



























