Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
shaven
01
ξυρισμένος, κουρεμένος
with the hair removed from the head or the face by shaving
Παραδείγματα
He appeared with a freshly shaven face.
Εμφανίστηκε με ένα πρόσφατα ξυρισμένο πρόσωπο.
The monk 's head was completely shaven.
Το κεφάλι του μοναχού ήταν εντελώς ξυρισμένο.
Λεξικό Δέντρο
unshaven
shaven
shave



























