LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Shamefaced
/ʃˈeɪmfeɪst/
/ʃˈeɪmfeɪst/
Adjective (3)
Ορισμός και Σημασία του "shamefaced"
shamefaced
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
extremely modest or shy
02
showing a sense of shame
03
showing a sense of guilt
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
shame plant
shame on you
shame
shambolically
shambolic
shamefacedly
shamefacedness
shameful
shamefully
shamefulness
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App