LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Sexual arousal
/sˈɛkʃuːəl ɐɹˈaʊsəl/
/sˈɛkʃuːəl ɐɹˈaʊsəl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "sexual arousal"
Sexual arousal
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the arousal of sexual desires in preparation for sexual behavior
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
sexual activity
sexual abuse
sexual abstention
sexual
sextuplet
sexual assault
sexual attraction
sexual characteristic
sexual climax
sexual congress
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App