Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sex appeal
01
σεξ απίλ, γόητρο
the quality of being physically attractive
Παραδείγματα
The actor 's sex appeal made him a box‑office favorite.
Το σεξ απίλ του ηθοποιού τον έκανε αγαπημένο στο box-office.
Her dress added to her natural sex appeal.
Το φόρεμά της πρόσθεσε στη φυσική της σεξουαλική έλξη.



























