LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Beanball
/bˈiːnbɔːl/
/bˈiːnbɔːl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "beanball"
Beanball
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a baseball deliberately thrown at the batter's head
word family
bean
ball
beanball
beanball
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
beanbag
bean-shaped
bean-caper family
bean weevil
bean tree
beaner
beanfeast
beanie
beano
beanpole
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App