Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sepulchral
01
ταφικός, νεκρικός
relating to places where the dead were buried
Παραδείγματα
The sepulchral atmosphere of the ancient tomb left visitors with a sense of solemn reverence.
Η ταφική ατμόσφαιρα του αρχαίου τάφου άφησε τους επισκέπτες με ένα αίσθημα σεμνής ευλάβειας.
She could hear sepulchral echoes as she explored the forgotten crypt beneath the cathedral.
Μπορούσε να ακούσει ταφικούς ηχούς καθώς εξερευνούσε τη λησμονημένη κρύπτη κάτω από τον καθεδρικό ναό.
02
ταφικός, νεκρικός
suited to or suggestive of a grave or burial
03
ταφικός, μελαγχολικός
having a gloomy atmosphere that reminds one of tombs or graves
Παραδείγματα
The abandoned house had a sepulchral feel to it.
Το εγκαταλειμμένο σπίτι είχε μια ταφική ατμόσφαιρα.
The fog created a sepulchral atmosphere in the graveyard.
Η ομίχλη δημιούργησε μια ταφική ατμόσφαιρα στο νεκροταφείο.
Λεξικό Δέντρο
sepulchral
sepulch



























