LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Septuple
/sˈɛptuːpəl/
/sˈɛptuːpəl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "septuple"
septuple
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having seven units or components
word family
septuple
septuple
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
septum
septuagesima sunday
septuagesima
septuagenarian
septrional
sepulcher
sepulchral
sepulture
sequel
sequela
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App