Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Self-reliance
01
αυτονομία, ανεξαρτησία
the ability to depend on oneself to make decisions and take actions without needing external help or support
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αυτονομία, ανεξαρτησία