LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Self-pollinated
/sˈɛlfpˈɒlɪnˌeɪtɪd/
/sˈɛlfpˈɑːlᵻnˌeɪɾᵻd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "self-pollinated"
self-pollinated
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
fertilized by its own pollen
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
self-pity
self-organization
self-organisation
self-opinionated
self-obsessed
self-pollinating
self-pollination
self-portrait
self-possessed
self-possession
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App