Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
segregated
01
διαχωρισμένος, απομονωμένος
divided in separate groups, often based on factors like race, ethnicity, or social class
Παραδείγματα
The segregated schools in the past led to unequal educational opportunities for minority students.
Τα διαχωρισμένα σχολεία στο παρελθόν οδήγησαν σε άνισες εκπαιδευτικές ευκαιρίες για μαθητές μειονοτήτων.
The segregated neighborhoods reflected deep-rooted racial divisions within the city.
Οι διαχωρισμένες γειτονιές αντικατόπτριζαν βαθιές φυλετικές διαιρέσεις εντός της πόλης.
Λεξικό Δέντρο
nonsegregated
unsegregated
segregated
segregate
segreg



























