Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Seaside
01
παραλία, ακτή
an area by the sea, especially one at which people spend their holiday
Παραδείγματα
They decided to spend their summer break at the seaside, enjoying the sun and waves.
Αποφάσισαν να περάσουν τις καλοκαιρινές τους διακοπές στη θάλασσα, απολαμβάνοντας τον ήλιο και τα κύματα.
The seaside town was bustling with tourists during the holiday season.
Η παραθαλάσσια πόλη ήταν γεμάτη τουρίστες κατά τη διάρκεια των διακοπών.
seaside
01
παραθαλάσσιος, παραλιακός
located near the sea
Παραδείγματα
They enjoyed a seaside picnic on the warm summer afternoon.
Απόλαυσαν ένα πικνίκ στην παραλία ένα ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα.
The seaside town is famous for its beautiful beaches.
Η παραθαλάσσια πόλη είναι διάσημη για τις όμορφες παραλίες της.
Λεξικό Δέντρο
seaside
sea
side



























