Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sea captain
01
καπετάνιος της θάλασσας, καπετάνιος πλοίου
a person in command of a ship, responsible for its crew, navigation, and safety
Παραδείγματα
The sea captain navigated through the storm safely.
Ο καπετάνιος πλοηγήθηκε ασφαλώς μέσα από τη θύελλα.
He dreamed of becoming a sea captain since childhood.
Ονειρευόταν να γίνει πλοίαρχος από παιδί.



























