Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
scientifically
01
επιστημονικά, με επιστημονικό τρόπο
in a way that is related to science
Παραδείγματα
The experiment was conducted scientifically, with controlled variables and rigorous data analysis.
Το πείραμα πραγματοποιήθηκε επιστημονικά, με ελεγχόμενες μεταβλητές και αυστηρή ανάλυση δεδομένων.
The findings were presented scientifically, supported by evidence and reproducible methods.
Τα ευρήματα παρουσιάστηκαν επιστημονικά, υποστηριζόμενα από αποδείξεις και αναπαραγώγιμες μεθόδους.
Λεξικό Δέντρο
unscientifically
scientifically
scientific
science



























