Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
scientific
01
επιστημονικός
relating to or involving science
Παραδείγματα
The scientist conducted a series of scientific experiments to test the hypothesis.
Ο επιστήμονας πραγματοποίησε μια σειρά επιστημονικών πειραμάτων για να δοκιμάσει την υπόθεση.
She presented her findings at a scientific conference attended by experts in the field.
Παρουσίασε τα ευρήματά της σε μια επιστημονική συνδιάσκεψη στην οποία παρευρέθηκαν ειδικοί στον τομέα.
02
επιστημονικός
relating to or based on the principles and methods of science
Παραδείγματα
The scientific method involves systematic observation, measurement, and experimentation to understand natural phenomena.
Η επιστημονική μέθοδος περιλαμβάνει συστηματική παρατήρηση, μέτρηση και πειραματισμό για την κατανόηση των φυσικών φαινομένων.
The peer-review process ensures that scientific research undergoes rigorous evaluation by other experts in the field.
Η διαδικασία αξιολόγησης από ομοτίμους διασφαλίζει ότι η επιστημονική έρευνα υποβάλλεται σε αυστηρή αξιολόγηση από άλλους ειδικούς στον τομέα.
Λεξικό Δέντρο
scientifically
unscientific
scientific
science



























