LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Scandalously
/skˈændələsli/
/skˈændələsli/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "scandalously"
scandalously
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in a scandalous manner
word family
scandal
scandal
Noun
scandalous
Adjective
scandalously
Adverb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
scandalous
scandalmongering
scandalmonger
scandalize
scandalization
scandalousness
scandaroon
scandent
scandentia
scandinavia
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App