Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Scabbard
01
θήκη, σαγιάρα
a protective sheath for a sword, dagger, or other bladed weapon
Παραδείγματα
The knight drew his sword from its scabbard before charging into battle.
Ο ιππότης τράβηξε το σπαθί του από τη θήκη πριν ορμήσει στη μάχη.
The assassin kept his dagger hidden within the folds of his cloak, secured in its leather scabbard.
Ο δολοφόνος κρατούσε το στιλέτο του κρυμμένο στις πτυχές του μανδύα του, ασφαλισμένο στο δερμάτινο θηκάρι του.



























