Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Savings
01
αποταμιεύσεις, ταμιευτήριο
the amount of money that one has kept for future use, especially in a bank
Παραδείγματα
She diligently set aside a portion of her income each month to contribute to her savings account.
Αφιέρωνα επιμελώς ένα μέρος των εσόδων της κάθε μήνα για να συνεισφέρει στον ταμιευτήριο λογαριασμό της.
The couple 's savings allowed them to purchase their dream home without taking on excessive debt.
Οι οικονομίες του ζευγαριού τους επέτρεψαν να αγοράσουν το σπίτι των ονείρων τους χωρίς να αναλάβουν υπερβολικό χρέος.



























