Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Salesperson
01
πωλητής, εμπορικός αντιπρόσωπος
a person whose job is selling goods
Παραδείγματα
The salesperson helped me choose the perfect laptop for my needs.
Ο πωλητής με βοήθησε να διαλέξω τον ιδανικό φορητό υπολογιστή για τις ανάγκες μου.
He works as a car salesperson at a local dealership.
Εργάζεται ως πωλητής αυτοκινήτων σε ένα τοπικό αντιπροσωπεία.
Λεξικό Δέντρο
salesperson
sales
person



























