Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sailboat
01
ιστιοπλοϊκό, βάρκα με πανιά
a boat propelled primarily by sails, which capture the wind's power to move across the water
Παραδείγματα
They sailed the sailboat across the bay on a sunny afternoon.
Ταξίδεψαν το ιστιοφόρο κατά μήκος του κόλπου σε ένα ηλιόλουστο απόγευμα.
The sailboat's sails billowed in the wind as it picked up speed.
Τα πανιά του ιστιοφόρου φούσκωναν με τον άνεμο καθώς κέρδιζε ταχύτητα.
Λεξικό Δέντρο
sailboat
sail
boat



























