LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Sac
/sˈæk/
/ˈsæk/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "sac"
Sac
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an enclosed space
word family
sac
sac
Noun
saclike
Adjective
saclike
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
sabre-toothed
sabre rattling
sabra
saboteur
sabotage
sac fungus
sacagawea
sacajawea
saccade
saccadic
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App