LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Ruralist
/ɹˈʊəɹəlˌɪst/
/ɹˈʊɹɹəlˌɪst/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "ruralist"
Ruralist
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an advocate of rural living
02
a man who lives in the country and has country ways
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
ruralism
rural free delivery
rural area
rural
rupturewort
rurality
rurally
ruritania
rus
ruse
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App