Runproof
volume
British pronunciation/ɹˈʌnpɹuːf/
American pronunciation/ɹˈʌnpɹuːf/

Ορισμός και Σημασία του "runproof"

01

(of hosiery) resistant to runs or (in Britain) ladders

word family

runproof

runproof

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store