LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Rumpus
/ɹˈʌmpəs/
/ɹˈʌmpəs/
Noun (1)
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "rumpus"
Rumpus
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the act of making a noisy disturbance
to rumpus
ΡΉΜΑ
01
cause a disturbance
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
rumpled
rumple
rumpelstiltskin
rump steak
rump roast
rumpus room
rumrunner
run
run a temperature
run a tight ship
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App