
Αναζήτηση
Ruling
01
απόφαση, δικαστική απόφαση
a decision made by someone with official power, particularly a judge
Example
The Supreme Court 's ruling on the case set a precedent for future privacy rights.
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την υπόθεση έθεσε ένα προηγούμενο για τα μελλοντικά δικαιώματα ιδιωτικότητας.
The judge 's ruling favored the plaintiff, awarding them damages for the accident.
Η δικαστική απόφαση του δικαστή ευνόησε τον ενάγοντα, επιδικάζοντας τους αποζημίωση για το ατύχημα.
ruling
01
κυρίαρχος, εξουσιαστικός
exercising power or authority

Συναφή Λέξεις