Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to rub down
01
μασάζ, τρίβω
manually manipulate (someone's body), usually for medicinal or relaxation purposes
02
τρίβω, ξεφλουδίζω
wear away
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μασάζ, τρίβω
τρίβω, ξεφλουδίζω