Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
rottenly
01
άσχημα, δυσάρεστα
in a very bad, unpleasant, or offensive manner
Παραδείγματα
He treated his friends rottenly and did n't seem to care.
Χρησιμοποίησε άσχημα τους φίλους του και δεν φαινόταν να νοιάζεται.
The manager behaved rottenly toward the new employee.
Ο διαχειριστής συμπεριφέρθηκε απαίσια προς τον νέο υπάλληλο.
Λεξικό Δέντρο
rottenly
rotten



























