Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
rotary
01
περιστροφικός, περιστρεφόμενος
referring to something that revolves around an axis or a central point, such as a wheel
Παραδείγματα
The rotary dial on the old telephone was used to dial numbers.
Ο περιστροφικός δίσκος στο παλιό τηλέφωνο χρησιμοποιούνταν για τη σύνθεση αριθμών.
She used a rotary tool to carve intricate designs into the wood.
Χρησιμοποίησε ένα περιστροφικό εργαλείο για να σκαλίσει περίπλοκα σχέδια στο ξύλο.
02
περιστροφικός, κυκλικός
pertaining to a circular shape, form, or direction of movement rather than straight lines
Παραδείγματα
Traffic in a rotary intersection circulates within a circular one-way flow rather than straight lanes.
Η κυκλοφορία σε έναν περιστροφικό κόμβο κινείται μέσα σε μια κυκλική μονόδρομη ροή αντί για ευθείες λωρίδες.
Early phones used a rotary dial that was turned in a circular motion to input telephone numbers digit by digit.
Τα πρώτα τηλέφωνα χρησιμοποιούσαν ένα περιστροφικό καντράν που γυρνούσε με κυκλική κίνηση για να εισάγει τους αριθμούς τηλεφώνου ψηφίο προς ψηφίο.
Rotary
01
περιφερειακός κόμβος, στρογγυλή διασταύρωση
a circular intersection where traffic flows around a central island, also known as a roundabout
Παραδείγματα
Drivers yielded to traffic already in the rotary before entering.
Οι οδηγοί παραχώρησαν προτεραιότητα στην κυκλοφορία που βρισκόταν ήδη στον κυκλικό κόμβο πριν εισέλθουν.
She found navigating the rotary confusing at first.
Βρήκε αρχικά την πλοήγηση στο περιφερειακό μπερδεμένη.
02
περιστροφικός, περιστροφικός μετατροπέας
electrical converter consisting of a synchronous machine that converts alternating to direct current or vice versa



























