LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Rima
/ɹˈiːmə/
/ˈɹimə/
rimae
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "rima"
Rima
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a narrow elongated opening or fissure between two symmetrical parts
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
rim blight
rim
rill
rilke
rilievo
rima glottidis
rima oris
rima pudendi
rima respiratoria
rima vestibuli
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App