rheumatic
rheu
ru
ρου
ma
ˈmæ
μαι
tic
tɪk
τικ
British pronunciation
/ɹuːmˈætɪk/

Ορισμός και σημασία του "rheumatic"στα αγγλικά

01

ρευματικός, άτομο που πάσχει από ρευματισμό

a person suffering with rheumatism
01

ρευματικός, ρευματοειδής

related to conditions causing inflammation and pain in joints, muscles, or connective tissues
example
Παραδείγματα
Support groups provide coping strategies for rheumatic individuals
Οι ομάδες υποστήριξης παρέχουν στρατηγικές αντιμετώπισης για άτομα με ρευματικά προβλήματα.
Proper diagnosis is crucial for effective treatment in rheumatic disorders.
Η σωστή διάγνωση είναι κρίσιμη για την αποτελεσματική θεραπεία στις ρευματικές διαταραχές.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store