Barricaded
volume
British pronunciation/bˈæɹɪkˌe‍ɪdɪd/
American pronunciation/ˈbæɹəˌkeɪdɪd/, /ˈbɛɹəˌkeɪdɪd/

Ορισμός και Σημασία του "barricaded"

barricaded
01

preventing entry or exit or a course of action

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store