Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Barrenness
01
στειρότητα, αγονία
the inability of a person, animal or plant to reproduce
02
στειρότητα, αγονία
the quality of yielding nothing of value
Λεξικό Δέντρο
barrenness
barren
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
στειρότητα, αγονία
στειρότητα, αγονία
Λεξικό Δέντρο