Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
revengeful
01
εκδικητικός, μνησίκακος
seeking or desiring revenge, often with the intention to harm or punish those who have wronged or offended someone
Παραδείγματα
The revengeful person spent years plotting against those who betrayed him.
Ο εκδικητικός άνθρωπος πέρασε χρόνια σχεδιάζοντας εναντίον εκείνων που τον πρόδωσαν.
Her revengeful thoughts clouded her judgment and led her to make rash decisions.
Οι εκδικητικές της σκέψεις θόλωσαν την κρίση της και την οδήγησαν να πάρει βιαστικές αποφάσεις.
Λεξικό Δέντρο
revengefully
revengeful
revenge



























