Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Rest home
01
γηροκομείο, οίκος ευγηρίας
a residential facility where elderly or chronically ill people live and receive general care and supervision
Παραδείγματα
Her grandmother moved into a rest home after her mobility declined.
Η γιαγιά της μετακόμισε σε ένα γηροκομείο αφού η κινητικότητά της μειώθηκε.
The rest home provides daily meals and social activities for its residents.
Το γηροκομείο παρέχει καθημερινά γεύματα και κοινωνικές δραστηριότητες για τους κατοίκους του.



























