Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
research worker
/ɹɪsˈɜːtʃ wˈɜːkɚ/
/ɹɪsˈɜːtʃ wˈɜːkə/
Research worker
01
ερευνητής, εργαζόμενος έρευνας
a scientist who devotes himself to doing research
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ερευνητής, εργαζόμενος έρευνας