Renegotiate
volume
British pronunciation/ɹɪnɪɡˈə‍ʊʃɪˌe‍ɪt/
American pronunciation/ˌɹinɪˈɡoʊʃiˌeɪt/

Ορισμός και Σημασία του "renegotiate"

to renegotiate
01

revise the terms of in order to limit or regain excess profits gained by the contractor

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store