Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
remiss
01
απρόσεκτος, αμελής
failing to give the needed amount of attention and care toward fulfilling one's obligations
Παραδείγματα
He was remiss in completing his assigned tasks on time.
Ήταν απρόσεκτος στην ολοκλήρωση των ανατεθέντων εργασιών εγκαίρως.
She was remiss in responding to important emails, often letting them sit in her inbox for days.
Ήταν απρόσεκτη στο να απαντά σε σημαντικά email, συχνά αφήνοντάς τα να κάθονται στα εισερχόμενα της για μέρες.
Λεξικό Δέντρο
remissness
remiss



























