Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
regional
01
περιφερειακός, τοπικός
involving a particular region or geographic area
Παραδείγματα
Regional conflicts can arise over territorial disputes or resource allocation.
Οι περιφερειακές συγκρούσεις μπορούν να προκύψουν λόγω εδαφικών διαφορών ή κατανομής πόρων.
The regional economy depends heavily on agriculture and tourism.
Η περιφερειακή οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη γεωργία και τον τουρισμό.
02
περιφερειακός
characteristic of a region
Λεξικό Δέντρο
regionally
regional
region



























