Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to regard as
01
θεωρώ ως, βλέπω ως
to think of someone or something in a particular way
Παραδείγματα
She regards him as a talented artist.
Τον θεωρεί ταλαντούχο καλλιτέχνη.
The movie is regarded as a classic.
Η ταινία θεωρείται κλασική.



























