Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Refreshment
01
αναζωογόνηση, σνακ
a light snack or drink that is taken to restore energy or refresh oneself
02
αναψυκτικά
light drinks and small amounts of food
Παραδείγματα
The guests were offered refreshments as they arrived at the event.
Στους επισκέπτες προσφέρθηκαν αναψυκτικά κατά την άφιξή τους στην εκδήλωση.
We enjoyed some cold refreshments after the long hike.
Απολαύσαμε μερικά κρύα αναψυκτικά μετά τη μεγάλη πεζοπορία.
Λεξικό Δέντρο
refreshment
refresh



























