Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
barmy
01
τρελός, παλαβός
slightly crazy, eccentric, or behaving in a way that seems mentally odd
Παραδείγματα
People thought he was barmy for trying to live in the woods alone.
Οι άνθρωποι πίστευαν ότι ήταν τρελός που προσπαθούσε να ζήσει μόνος στο δάσος.
That barmy idea will never work.
Αυτή η τρελή ιδέα δεν θα λειτουργήσει ποτέ.
02
γεμάτος ενθουσιασμό, ζωηρός
full of lively, playful, or spirited enthusiasm
Dialect
British
Παραδείγματα
The crowd was in a barmy mood after the team's victory.
Το πλήθος ήταν σε τρελή διάθεση μετά τη νίκη της ομάδας.
It was a barmy night of singing and dancing.
Ήταν μια τρελή νύχτα τραγουδιού και χορού.



























